ordinary$55524$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ordinary$55524$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Ordinaries; Ordinary (disambiguation); Ordinary (song); The Ordinary (album); The Ordinary

ordinary      
adj. κοινός, συνήθης, συνηθισμένος
natural language         
LANGUAGE NATURALLY SPOKEN BY HUMANS, AS OPPOSED TO "CONSTRUCTED" AND "FORMAL" LANGUAGES
Natlang; Natural languages; Natural speech; Natural Language; Natural-language
n. φυσική γλώσσα
simple interest         
  • Classical theory of the determination of the interest rate. The solid red curve in the diagram shows the desired level of saving ''s'' as a function of ''r'' for the current income ''ŷ''.
FEE PAID BY THE DEBTOR TO THE CREDITOR FOR TEMPORARILY BORROWED CAPITAL
Simple interest; Rate of interest; Fixed-rate interest; Cost of money; Interest (economics); Interest (finance); Simple Interest; Deposit rate; Lending rate; Borrowing rate; Interest (money); Ordinary interest; Intrest rate; Interest bearing; Intrest; Rate in loans; Interest (in Economics); Loan formula; Cost of Money
απλό επιτόκιο

Ορισμός

Hierarch
·noun One who has high and controlling authority in sacred things; the chief of a sacred order; as, princely hierarchs.

Βικιπαίδεια

Ordinary

Ordinary or The Ordinary often refer to: